- ἐρατώνυμος
- ἐρᾰτ-ώνῠμος, ον,A of gracious fame,
κόρα B.16.31
; ἀοιδά cj. in Stes. 44.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κόρα B.16.31
; ἀοιδά cj. in Stes. 44.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ερατώνυμος — ἐρατώνυμος, ον (Α) (για την Ευρώπη που τήν ερωτεύθηκε ο Ζευς) αυτός που έχει ερατόν όνομα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερατός «αγαπητός» + όνυμα αιολ. τ. τού όνομα. Το ω λόγω τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek
ἐρατώνυμος — of gracious fame masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όνομα — Μέρος του λόγου που διακρίνεται κατά το γένος, τον αριθμό και –στις κλιτές γλώσσες– την πτώση. Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί προσπάθησαν να δώσουν έναν ορισμό του o., στην προσπάθεια τους να κατατάξουν, με βάση ορισμένα λογικά κριτήρια,… … Dictionary of Greek